O λαϊκισμός, ο νεποτισμός και ο ελιτισμός υπονομεύουν την εθνική πορεία

 
Γράφει ο Φράνσις Έρκχαρτ
 

Εάν υπάρχουν ακόμα νοήμονες πολίτες ανάμεσά μας, που πιστεύουν ότι η πολιτική ζωή της Ελλάδος  κρίνεται μόνο στο πεδίο της ορατής πολιτικής αντιπαράθεσης, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Υπάρχει γύρω μας πληθώρα ευκαιριών, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει ένα υπόρρητο, μη ορατό σε πρώτη ματιά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, που ωστόσο καθορίζει με μεγάλη αποτελεσματικότητα τις συντεταγμένες του πολιτικού μας εκκρεμούς.

 

Δείτε, για παράδειγμα, αυτή την -τύπου ακορντεόν- επαναφορά από καιρού εις καιρόν στη δημοσιότητα του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ κ. Γεωργίου, που προ ημερών επανέφερε με τη σειρά της στην πολιτική συζήτηση το περίφημο θέμα του ελλείμματος του 2009, το οποίο (λένε κάποιοι) ήταν η αιτία που οδηγηθήκαμε στα μνημόνια και στη μεγάλη περιπέτεια της χώρας μας και των κατοίκων της.

 

Διαβάζοντας σε προηγούμενη ανάρτηση τα άκρως πειστικά στοιχεία που παρουσίασε στο βιβλίο του ο π. υπουργός κ. Γιάννης Παπαθανασίου, μου γεννήθηκαν κάποιες σκέψεις που θέλω να διατυπώσω. Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί και οι τεκμηριώσεις είναι χρήσιμες, μόνον όταν μας οδηγούν σε πολιτικά συμπεράσματα, ώστε τουλάχιστον να διδασκόμαστε από τα συλλογικά μας πάθη και λάθη.

 

Αυτό που πραγματικά πρέπει να αναλογιστούμε, κατά τη γνώμη μου, είναι με ποιον τρόπο γίνεται πράξη αυτό που πολύ εύστοχα έκανε στίχο σε ένα τραγούδι του ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Ιστορία (γράφουν) οι παρέες» στην Ελλάδα. Κι όταν μια παρέα χωρίς πατριωτικό φρόνημα, χωρίς αίσθηση χρέους, χωρίς σχέδιο και όραμα γα την εθνική πορεία, χωρίς εθνική και πολιτική ευθύνη, χωρίς ψύχραιμη αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας, καθοδηγούμενη μόνο από το τυφλό μίσος του επικεφαλής της για τον επικεφαλής της αντίπαλης παράταξης, εάν μια τέτοια παρέα αναλάβει την εξουσία, θωπεύοντας συναισθηματικές και ευαίσθητες χορδές των Ελλήνων, τότε η χώρα οδηγείται με βεβαιότητα σε τεράστιες περιπέτειες, οδηγείται στον γκρεμό.

 

Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το πρόβλημα. Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι εάν ένας διορισμένος, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, με κύριο προσόν του το ότι ήταν συμφοιτητής του Γιώργου Παπανδρέου, μπορεί να «μαγειρεύει» κατά το δοκούν τα στοιχεία που δείχνουν την πορεία της οικονομίας. Αυτό είναι μια παρεμπίπτουσα συνέπεια άλλων, πολύ σοβαρότερων καταστάσεων.

 

Μια τέτοια παρέα ήταν, δυστυχώς, κι εκείνη του Γιώργου Παπανδρέου. Του πολιτικού αρχηγού που έχοντας μια κοσμοπολίτικη, διεθνοποιημένη αντίληψη της πολιτικής, αν και είχε την πληροφόρηση που φανέρωνε ότι η διεθνής κρίση θα πλήξει και τη χώρα μας, προτίμησε να ακούσει την παρέα του (Παπακωνσταντίνου, Ραγκούση κλπ), αντί της συναίνεσης που του πρόσφερε την άνοιξη του 2009 ο Καραμανλής. Γι αυτό χωρίς αιδώ, χωρίς να ντρέπεται τους πολίτες που τον εμπιστεύτηκαν, πέρασε μέσα σε μόλις έξι μήνες από το «λεφτά υπάρχουν» στην περιπέτεια του Καστελόριζου.

 

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ακόμα και μέσα σε αυτό το πλήρως απαξιωμένο πολιτικό τοπίο, η μόνη παρέα που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε από προσώπου (πολιτικής) γης, ήταν η παρέα του Γιώργου Παπανδρέου. Ακόμα και ως βιολογικός γιος του ιδρυτή, όχι μόνο δεν κατόρθωσε να κληρονομήσει ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ, αλλά, όπως λέει ο λαός μας «πέρασε και δεν ακούμπησε», και γρήγορα εξεδιώχθη κακήν κακώς από την ηγεσία του. Κατόπιν, ίδρυσε κόμμα εναντίον του κόμματος του οποίου ηγήθηκε, με το οποίο δεν κατόρθωσε να μπει στη Βουλή. Τι άλλη χρείαν έχωμεν, μαρτύρων;

 

Αν και τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αναμφισβήτητα έχουν ρίζες στις παθογένειες δεκαετιών, η αλήθεια είναι ότι ο Καραμανλής βλέποντας τι ερχόταν, επιχείρησε μια συναινετική πορεία μαζί με τον Παπανδρέου, ενόψει της θύελλας που θα έπληττε και την ελληνική οικονομία. Ήταν αυτή του η κίνηση αναμφίβολα μια πράξη ευθύνης, έστω και καθυστερημένη, μιας και δεν είχε πειστεί από τις εισηγήσεις Αλογοσκούφη το καλοκαίρι του 2008, επιτρέποντας κι αυτός σε στελέχη της δικής του παρέας με σαφή ροπή προς το λαϊκισμό να τον πείσουν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. 

 

Η πολιτική του οξύνοια τον βοήθησε να επιχειρήσει μια ισχυρή συμφωνία κορυφής με τον πολιτικό του αντίπαλο. Αλλά ο συγκεκριμένος αντίπαλος υπέταξε την εθνική ανάγκη στη δική του, προσωπική στρατηγική, κι έτσι οδήγησε τη χώρα σε ένα μνημόνιο άσχετο με τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

 

Δυστυχώς, συνεχίζουν στην ελληνική πολιτική σκηνή να εμφανίζονται παρέες ιδιοτελών, που κάνουν επιδέξια χρήση είτε του λαϊκισμού, είτε του νεποτισμού, είτε του ελιτισμού, που ταλαιπωρούν τη χώρα και βασανίζουν τους πολίτες της, συνεχίζοντας έτσι την παρακμιακή πορεία του τόπου. Κι όσο θα εμφανίζονται κλειστές παρέες ερήμην των πολιτών, είτε λέγεται κλειστό σύστημα Παπανδρέου, είτε κλειστό σύστημα Τσίπρα, είτε κλειστό σύστημα Μητσοτάκη, τόσο ο πολίτης θα κρατά αποστάσεις ασφαλείας από την πολιτική, τόσο θα την απαξιώνει περισσότερο.

 

Γιατί το ζήτημα δεν είναι η άκριτη, τυφλή υποστήριξη της εκάστοτε άρχουσας παρέας, ώστε να μη θεωρηθεί ότι υπονομεύεται η πιθανή επερχόμενη εκλογική νίκη. Το πραγματικό ζήτημα είναι να δούμε με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο μια ανατροπή της κυβερνώσας παρέας, αλλά να προκύψει μια πραγματική πολιτική αλλαγή, με την κοινωνία στο πλευρό της πολιτικής της ηγεσίας, με εμπιστοσύνη σε ένα συγκροτημένο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης.

 

Μόνον τότε ο ελληνικός λαός θα πάψει να είναι αυτό που περιγράφει ένα άλλο ελληνικό τραγούδι: «πάντα γελαστός, και πάντα γελασμένος».

 

Πηγή: politically.gr